- αλειφατικοί υδρογονάνθρακες
- οι Χημ.υδρογονάνθρακες στους οποίους τα άτομα συνδέονται έτσι ώστε να σχηματίζουν ανοιχτή, ευθύγραμμη αλυσίδα με ή χωρίς διακλαδώσεις και όχι κλειστό δακτύλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
αλκάνια — Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες, που ονομάζονται κοινώς παραφινικοί ή κεκορεσμένοι. Βλ. λ. υδρογονάνθρακες. * * * τα ή παραφίνες, οι Χημ. κεκορεσμένοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με γενικό μοριακό τύπο CvH2v + 2, όπου v ένας ακέραιος αριθμός που… … Dictionary of Greek
διένια ή διολεφίνες — Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη δύο διπλών δεσμών στο μόριό τους. Ανάλογα με τη θέση των διπλών δεσμών μπορούμε να έχουμε τρεις τύπους ενώσεων: με συσσωρευμένους διπλούς δεσμούς όταν αυτοί είναι γειτονικοί μεταξύ… … Dictionary of Greek
ολεφίνες — Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή… … Dictionary of Greek
αλκένια — Βλ. λ. ολεφίνες. * * * τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με γενικό μοριακό τύπο CvH2v, όπου v ένας ακέραιος αριθμός που υποδηλώνει τον αριθμό τών ατόμων άνθρακα … Dictionary of Greek
αλκίνια — Ονομασία των ακόρεστων υδρογονανθράκων της σειράς του ακετυλενίου. * * * τα Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με γενικό μοριακό τύπο CvH2v 2, όπου v ένας ακέραιος αριθμός που υποδηλώνει τον αριθμό τών ατόμων άνθρακα … Dictionary of Greek
αλκαδιένια — Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια. * * * ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).… … Dictionary of Greek